Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τῆς φύσεως

  • 1 Affection

    subs.
    P. and V. φιλία, ἡ.
    Love: P. and V. ἔρως, ὁ.
    Desire: πόθος, ὁ (Plat. but rare P.), μερος, ὁ (Plat. but rare P.).
    Goodwill: P. and V. εὔνοια, ἡ, P. φιλανθρωπία, ἡ.
    Parental love: V. στέργηθρον, τό (Æsch., Choe. 241).
    Love for one's husband: V. φιλανδρία, ἡ.
    Bodily affection: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.
    Disease: P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό.
    The bonds of natural affection: P. τὰ τῆς φύσεως οἰκεῖα (Dem. 1117).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Affection

  • 2 Law

    subs.
    Divine law: P. and V. ὁσία, ἡ.
    Human law: P. and V. νόμος, ὁ.
    Ordinance: P. and V. νόμιμον, τό, or pl., θεσμός, ὁ (rare P.).
    Equality is man's law: V. τὸ γὰρ ἴσον νόμιμον ἀνθρώποις ἔφυ (Eur., Phoen. 538).
    Since it is a law of nature for the weaker to be kept down by the stronger: P. ἀεὶ καθεστῶτος τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι (Thuc. 1, 76).
    Make laws: of a people making their own laws, P. and V. νόμον τθεσθαι; of a legislator: P. and V. νόμον τιθέναι. P. νομοθετεῖν, V. θεσμοποεῖν.
    Break the law, v.: P. παρανομεῖν.
    Enjoy good laws: P. εὐνομεῖσθαι.
    Enjoyment of good laws, subs.: Ar. and P. εὐνομία, ἡ.
    Lay down the law, domineer, v.; P. and V. δεσπόζειν, τυραννεύειν.
    Bring to law: P. εἰς δικαστήριον ἄγειν, V. πρὸς τὴν δκην γειν.
    Go to law: Ar. and P. δικάζεσθαι.
    Go to law against: P. ἀντιδικεῖν πρός (acc.), ἀγωνίζεσθαι πρός (acc.), Ar. and P. δικάζεσθαι (dat.).
    The laws of health: P. τὸ ὑγιεινόν.
    The laws of nature: P. τὰ τῆς φύσεως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Law

  • 3 Sex

    subs.
    P. γένος, τό, Ar. φῦλον, τό (Xen.).
    The male sex: P. and V. οἱ ἄρσενες, τὸ ἄρσεν.
    The female sex: P. and V. τὸ θῆλυ, P. θήλεια φύσις, ἡ, V. θῆλυς σπορά, ἡ, τὸ θῆλυ γένος.
    Of the male sex, adj.: P. and V. ἄρσην.
    Of the female sex: P. and V. θῆλυς, V. θηλύσπορος.
    Great is your glory if you do not fall below the standart of your sex: P. τῆς... ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα (Thuc. 2, 45).
    Sparing neither age nor sex: see Thuc. 7, 29.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sex

См. также в других словарях:

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… …   Православная энциклопедия

  • SEPELIENDI — Ius inter mores sive ἔθη quae τοῖς ἐγγράφοις, i. e. scrito iuri opponit, post Legatorum iura, commemoratur Dioni Chrysostomo, περὶ ἔθους, μὴ κωλύειν τοὺς νεκρους θάπτειν. Non prohiberi, quo minus sepeliantur mortui. Et Seneca Pater l. 1. Controv …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • γνωσιολογία — Ο κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και επαληθεύει τους όρους της εγκυρότητας της γνώσης, τα όρια μέσα στα οποία πραγματοποιείται, τη φύση των σχέσεων μεταξύ της σκέψης και του αντικειμένου καθώς και μεταξύ της σκέψης και της αλήθειας. Τον όρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»